- ἐπιλύεται
- ἐπιλύωloosepres ind mp 3rd sg (epic)ἐπιλύ̱εται , ἐπιλύωloosepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαταραχή — η (AM διαταραχή) διατάραξη νεοελλ. 1. ανωμαλία στην κανονική λειτουργία τμήματος ή όλου τού οργανισμού («στομαχικές διαταραχές») 2. «διαταραχές, ψυχικές» οι νευρώσεις* και ψυχώσεις* 3. μαθ. μέθοδος με την οποία επιλύεται ένα πρόβλημα εάν… … Dictionary of Greek
δυσδιάκριτος — η, ο (AM δυσδιάκριτος, ον) αυτός που δύσκολα διακρίνεται («ἀξίαι δυσδιάκριτοι») νεοελλ. αυτός που μόλις διαφαίνεται, αμυδρός, συγκεχυμένος αρχ. 1. (για δικαστική υπόθεση) αυτή που δύσκολα επιλύεται 2. δύσπεπτος … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek